μειδιόων

μειδιόων
μειδιάω
smile
pres part act masc voc sg (epic)
μειδιάω
smile
pres part act neut nom/voc/acc sg (epic)
μειδιάω
smile
pres part act masc nom sg (epic)
μειδιάω
smile
imperf ind act 3rd pl (epic)
μειδιάω
smile
imperf ind act 1st sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γλαυκιώ — γλαυκιῶ ( άω) (μτχ. ενεστ. γλαυκιόων) (Α) 1. ρίχνω άγρια βλέμματα, «ασπρίζει το μάτι μου από θυμό» («γλαυκιόων δ ἰθὺς φέρεται μένει» ο λέων Όμ.) 2. αστράφτουν τα μάτια μου («γλαυκιὸων το βλέμμα και ἐπέραστον προσβλέπων») 3. (για άψυχα) λάμπω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”